Τι σημαίνουν για τις ελληνικές τράπεζες οι νέες απαιτήσεις της ΕΚΤ
Της Νένας Μαλλιάρα
Την εντεινόμενη εφεξής πίεση στις ελληνικές τράπεζες να μειώσουν με αποφασιστικές κινήσεις το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους σηματοδοτεί η στρατηγική οχύρωσης των τραπεζών πανευρωπαϊκά μέσω της αύξησης των προβλέψεων που προωθεί η ΕΚΤ.
Το "κόστος" προσαρμογής στις νέες κατευθύνσεις της ΕΚΤ για την αντιμετώπιση των "κόκκινων" δανείων θα είναι πολύ μεγαλύτερο για χώρες με υψηλά ποσοστά NPLs, όπως η Ελλάδα που βρίσκεται πρώτη στη σχετική κατάταξη της Ε.Ε., με μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ύψους 102,9 δισ. ευρώ και τον σχετικό δείκτη στο 44,9% των συνολικών ανοιγμάτων στα τέλη Δεκεμβρίου 2016.
Το "κόστος" αυτό θα αντικατοπτρισθεί στον σχηματισμό υψηλότερων προβλέψεων εις βάρος της κερδοφορίας των τραπεζών, αλλά και στην ασφυκτική πλέον πίεση να προχωρήσουν σε ανακτήσεις ενεχύρων μέσω πλειστηριασμών, ρευστοποιήσεων και πωλήσεων δανείων.
Οι νέες απαιτήσεις της ΕΚΤ προβλέπουν ότι οι τράπεζες θα έχουν πλέον διορία δύο ετών για την πλήρη κάλυψη (στο 100%) από προβλέψεις δανείων που έχουν χορηγήσει χωρίς εξασφαλίσεις (δηλ. καταναλωτικά και δάνεια από κάρτες) και επτά ετών για την αντίστοιχη κάλυψη δανείων με εξασφαλίσεις (στεγαστικά). Τυχόν αποκλίσεις από τις κατευθύνσεις αυτές θα πρέπει να αιτιολογούνται στις εποπτικές αρχές και, με βάση τις αιτιολογήσεις των τραπεζών, η ΕΚΤ θα αξιολογεί την ανάγκη λήψης πρόσθετων εποπτικών μέτρων.
Σύμφωνα με το σχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση προβλέπει ότι οι προληπτικές προβλέψεις θα ισχύουν για όλα τα ανοίγματα που ταξινομούνται ως μη εξυπηρετούμενα σύμφωνα με τον ορισμό της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (δηλαδή σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών) από την 1η Ιανουαρίου 2018 και μετά. Θα λαμβάνουν, δε, υπόψη το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα δάνειο έχει ταξινομηθεί ως μη εξυπηρετούμενο, καθώς και τον βαθμό κάλυψης και την αποτίμηση αξίας της εξασφάλισης.
Η προοπτική αύξησης των καλύψεων
Το σήμα για την προληπτική αύξηση των προβλέψεων, ώστε να καλύπτουν το 100% της αξίας των χορηγηθέντων δανείων, έρχεται σε μια περίοδο "ευαίσθητη" για τις ελληνικές τράπεζες. Ήδη ο SSM διενεργεί ελέγχους στα χαρτοφυλάκια μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, επικεντρωμένους στη βιωσιμότητα των ρυθμίσεων που έχουν χορηγηθεί. Αρκετά νωρίτερα από τους ελέγχους αυτούς, ο SSM έχει διαπιστώσει την ελλιπή κάλυψη αρκετών περιπτώσεων δανείων από προβλέψεις. Και αυτά, όταν ούτως ή άλλως οι ελληνικές τράπεζες θα κληθούν να αυξήσουν τις προβλέψεις τους για τον πιστωτικό κίνδυνο από 1/1/2018 λόγω της εφαρμογής του νέου λογιστικού προτύπου IFRS 9. Το πρότυπο αυτό επιβάλλει στις τράπεζες να αναγνωρίζουν εκ των προτέρων την πιθανότητα αναμενόμενων ζημιών και να σχηματίζουν τις δέουσες προβλέψεις βάσει αυτής της πιθανότητας και όχι κατόπιν της πραγματοποιηθείσας ζημίας όπως γινόταν μέχρι σήμερα.
Όπως έγραψε το "Κ", οι έλεγχοι που πραγματοποιεί ο SSM και η διαπίστωση ότι ο δείκτης κάλυψης από προβλέψεις υπολείπεται σε πολλές περιπτώσεις, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις του IFRS 9, θα οδηγήσουν σε αύξηση του ελάχιστου δείκτη κάλυψης λίγο άνω του 55%. Αυτό υπολογίζεται ότι συνολικά για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες θα οδηγήσει σε αύξηση των προβλέψεων κατά 6 δισ. ευρώ. Σήμερα, ο δείκτης κάλυψης (coverage ratio) των τραπεζών για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους (NPEs) ανέρχεται σε 55,7% για την Εθνική Τράπεζα, 51,1% για τη Eurobank, 48% για την Alpha Bank και 45% για την Τράπεζα Πειραιώς. Σημειώνεται, δε, ότι η ΤτΕ έχει επισημάνει ότι η κάλυψη από προβλέψεις βαίνει μειούμενη (από 49,1% τον Μάρτιο 2017 σε 48,3% τον Ιούνιο) λόγω της εκτεταμένης χρήσης των διαγραφών ως μέσο για τη μείωση των "κόκκινων" δανείων.
Η επάρκεια των προβλέψεων
Τα νέα δεδομένα, επαυξημένα με τις νέες απαιτήσεις της ΕΚΤ για την εφεξής διορία πλήρους κάλυψης χορηγούμενων δανείων από προβλέψεις, ελαττώνουν τη δυναμικήτης επιχειρηματολογίας ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν υψηλότερες προβλέψεις σε σχέση με τις άλλες τράπεζες της Ευρωζώνης. Και αυτό όχι μόνο διότι το ύψος των προβλέψεων πρέπει να συγκρίνεται με βάση το ύψος των επισφαλών δανείων, καθώς και την πορεία που έχουν ακολουθήσει τα τελευταία.
Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος για τα "κόκκινα" δάνεια κινείται περί το 5%, όταν τα ήδη υψηλά NPLs (δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών) στην Ελλάδα έχουν κινηθεί αυξητικά την τελευταία διετία και στόχος είναι να μειωθεί στο 20% στο τέλος του 2019από 37% που ήταν τον Ιούνιο 2016. Ενδεικτικά, στη Γερμανία ο μ.ό. μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι 2,6% με ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις 38,6%, στο Βέλγιο 3,4% με κάλυψη στο 43%, στην Τσεχία 2,5% με βαθμό κάλυψης 62,4% και στην Ισπανία 5,9% με ποσοστό κάλυψης 44,8%.
Επιπλέον, καθοριστικό για το ύψος και την επάρκεια των προβλέψεων είναι το κατά πόσον οι τράπεζες θα μπορέσουν να ανακτήσουν ενέχυρα από "κόκκινα" δάνεια και σε ποιες τιμές.
Στο σκέλος αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί στους οποίους πιέζονται τράπεζες και κυβέρνηση από τους "θεσμούς", σε σημείο μάλιστα που η έναρξη των e-auctions να αποτελεί καταλύτη και για την έναρξη της τρίτης αξιολόγησης.
Μέχρι στιγμής, οι ελληνικές τράπεζες έχουν βρεθεί και αξιολογηθεί σε προφανήαδυναμία να ανακτήσουν ενέχυρα από οφειλές δανειοληπτών, οι οποίες μάλιστα βρίσκονται σε καθυστέρηση άνω των 2 ετών και, σε μεγάλο ακόμη βαθμό, δεν έχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες. Επιπλέον, ο στόχος που έχει τεθεί από τον SSM στις τράπεζες και αφορά τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 720 ημερών τα οποία δεν έχουν καταγγελθεί, παρουσιάζει επιδείνωση, όπως προκύπτει από τα τελευταία επίσημα στοιχεία για τους επιχειρησιακούς στόχους των τραπεζών για το β' τρίμηνο 2017.
Πρόκειται για τον δείκτη που σηματοδοτεί τον μελλοντικό κίνδυνο για υψηλές πρόσθετες προβλέψεις, οι οποίες με τη σειρά τους θα αποτελέσουν "πυξίδα" για τον προσδιορισμό τυχόν νέων κεφαλαιακών αναγκών για τις τράπεζες.
Δεν υπάρχουν σχόλια: